Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

слушать 1)

  • 1 слушать

    слушать 1) ακούω; ακροάζομαι (кого-л.)· \слушатью! (по телефону) εμπρός! 2) (больного) εξετάζω \слушатьться υπακούω
    * * *
    1) ακούω; ακροάζομαι (кого-л.)
    2) ( больного) εξετάζω

    Русско-греческий словарь > слушать

  • 2 слушать

    ρ.δ.μ.
    1. ακούω•

    слушать радио ακούω ραδιόφωνο•

    слушать лекцию ακούω διάλεξη•

    слушать сказки ακούω παραμύθια.

    2. ακροώμαι•

    доктор -ал его грудь и сердце ο γιατρός τον άκουσε στο στήθος και στην καρδιά.

    3. εισακούω, δέχομαι•

    -айте советы врача ακούτε τις συμβουλές του γιατρού.

    4. υπακούω, υποτάσσομαι•

    слушать оща ακούω τον πατέρα•

    он никого не -ет αυτός δεν ακούει κανέναν.

    || (για μηχανή ή μηχανισμούς)• υποτάσσομαι•

    руль не -ет το τιμόνι (πηδάλιο) δε λειτουργεί.

    5. слушаю! στις διαταγές σας!
    1. υπακούω, υποτάσσομαι•

    не слушать родителей δεν υπακούω στους γονείς•

    не слушать приказа δεν υπακούω στη διαταγή.

    2. βλ. ενεργ. φ. 3 σημ.
    3. слушаюсь! βλ. ενεργ. φ. 5 σημ.
    4. ακροώμαι, ακούω.

    Большой русско-греческий словарь > слушать

  • 3 слушать

    слу́ша||ть
    несов
    1. ἀκούω·
    2. (лекции и т. п.) παρακολουθώ·
    3. см. слушаться Г
    4. юр. ἐξετάζω:
    \слушать свидетелей ἐξετάζω τους μάρτυρες, ἀκούω τίς καταθέσεις τῶν μαρτύρων \слушать дело ἐκδικάζω ὑπόθεση· ◊ \слушатью! а) (по телефону) ναί!, λεγετεΙ, б) (ответ на приказание) μάλιστα!, πολύ κάλά!· \слушатьяй1 γιά ἄκουΐ, ἄκου νά σοῦ πῶ!· \слушатьайте!, послу́шайте! (γιά) ἀκοῦστε!, γιά ἀκοῦστε παρακαλώ!.

    Русско-новогреческий словарь > слушать

  • 4 слушать

    1. (воспринимать слухом) ακούω 2. юр. εξετάζω 3. (лекции и т.п.) παρακολουθώ 4. (об управляемых механизмах) ανταποκρίνομαι 5. мед. (напр. больного) εξετάζω, ακούω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > слушать

  • 5 слушать

    [σλούσατ*] ρ. ακούω, παρακολουθώ

    Русско-греческий новый словарь > слушать

  • 6 слушать

    [σλούσατ'] ρ ακούω, παρακολουθώ

    Русско-эллинский словарь > слушать

  • 7 так

    1. επίρ. έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο•

    так надо делать έτσι πρέπει να το κάνεις•

    не говори έτσι να μη μιλάς•

    именно так έτσι ακριβώς•

    вот так надо работать να έτσι πρέπει να εργάζεσαι.

    2. επίρ. τόσο•

    -я много ходил, что устал τόσο πολύ βάδισα, που κουράστηκα.

    || επίρ. τότε, σε τέτοια περίπτωση•

    я тебя не хочу слушать. так уходи δε θέλω να σε ακούω. так Τότε, φεύγα.

    3. επίρ. χωρίς συνέπειες, ατιμώρητα•

    так это не пройдт έτσι αυτό δε θα περάσει.

    4. επίρ. χωρίς απώτερο σκοπό•

    я сказал просто так εγώ έτσι απλώς το είπα.

    5. χωρίς εφαρμογή μέσων, καταβολή προσπαθειών κλπ. болезнь так не пройдёт η άρρωστεια έτσι (χωρίς θεραπεία) δε θα περάσει.
    6. μόριο• α τίποτε•

    что с тобой? так - τι έχεις; α τίποτε.

    7. μόριο άτονο• συνεπώς, δηλαδή•

    едем? δηλαδή πάμε; αναχωρούμε;•

    так согласен? δηλαδή συμφωνείς;

    8. (μόριο βεβαιωτικό)• ναι, μάλιστα, πραγματικά•

    так это он ναι αυτός είναι.

    9. (μόριο άτονο επιτακτικό•) έτσι (με επίταση της φωνής)•

    а я так думаю όμως εγώ έτσι νομίζω.

    10. μόριο• παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη.
    11. όμως, αλλά•

    отец тебе говорил, так слушать ты не хотел ο πατέρας σου έλεγε, αλλά εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις.

    εκφρ.
    за так – έτσι, απλήρωτα, δωρεάν•
    (и) так и так; (и) так и сяк; (и) так и этак; то так, то сяк – α) κι έτσι κι έτσι• κι έτσι κι αλλιώς• παντοιοτρόπως, β) πάτε έτσι, πότε αλλιώς• πότε καλά, πότε άσχημα•
    (и) так и сяк; так-сяк – α) έτσι κι έτσι, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε καλά, ούτε άσχημα, μεσαία, β) με δυσκολία•
    не так чтобы – όχι και τόσο•
    тяжело он болен? так да не так чтобы тяжело – είναι βαριά άρρωστος; όχι και τόσο βαριά•
    так его (е, ихκλπ.) καλά να τον κάνουν (για εκδίκηση)•
    так точно – μάλιστα (στρατ. απάντηση)•
    так и так – κι έτσι•
    я и знал – κι έτσι (το) ήξερα•
    снег так и валил – κι έτσι χιόνιζε πολύ•
    я так и думал – έτσι κι εγώ σκεφτόμουν•
    так и она не узнала – κι έτσι αυτή δεν έμαθε (δεν πληροφορήθηκε)•
    так и есть – έτσι και είναι•
    так и знай – έτσι και να ξέρεις•
    так и так (мол) – έτσι κι έτσι (λένε)•
    на так – α) απλ. (για ανταλλαγή) ένα μ ένα. β) ίση αναλογία•
    взять муку и сахар- на- – παίρνω ίση αναλογία αλεύρι και ζάχαρη•
    так нет – δεν έγινε (δε συνέβηκε) έτσι•
    так себе – α) μέτρια, υποφερτά, ανεκτικά, β) έτσι•
    так-то (вот) – να πως•
    так-то, но (а, да)... – αλήθεια, πραγματικά, σωστά•
    так только – απλώς μόνο και μόνο•
    так точно – έτσι ακριβώς.

    Большой русско-греческий словарь > так

  • 8 ухо

    -а, πλθ. уши, ушей ουδ.
    1. το αυτί, το ους•

    у меня болит ухо μου πονά το αυτί•

    шум в ушах βουητό στ αυτιά•

    глух на одно ухо κουφός από το ένα αυτί•

    внутренне ухо το εσωτερικό αυτί•

    среднее ухо το μέσο αυτί•

    чесать ухо ξύνω το αυτί•

    длинные уши μακριά (μεγάλα) αυτιά.

    2. μέρη αντικειμένου που μοιάζουν με αυτιά (λαβές κ.τ.τ.)• шапка с ушами σκούφια με αυτιά•

    уши котла τα αυτιά (οι λαβές) του λέβητα.

    3. η βελονότρυπα.
    4. ακοή•

    медвежье ухо η ακοή της αρκούδας•

    у этого певца тонкое ухо αυτός ο τραγουδιστής έχει λε-τό αυτί•

    музыкальное ухо μουσικό αυτί.

    εκφρ.
    ухо-парень – α) επιτήδειος (εφευρετικός) νέος• — девка επιτήδεια (εφευρετική) νεανίδα, β) παλικάρι, λεβέντης• λεβέντισσα•
    ухо в ухо ή ухо к -у идти (бежать) – συμβαδίζω ακριβώς, βαδίζω (τρέχω) πλάι-πλάι, στο ίδιο ύψος, στην ίδια γραμμή• ухо ή уши режет, дерт χτυπά άσχημα στ αυτιά, μου τρυπά τ αυτιά•
    навострить ή насторожить ухо ή уши – τεντώνω το αυτί, τα αυτιά, αυτιάζομαι, αφουγκράζομαι•
    нарвать, натрепать уши кому – τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ, μαλώνω)•
    пощадить уши чьи – σέβομαι την παρουσία κάποιου (γι αυτό δεν αναφέρω, λέγω κάτι)•
    слышать своими ушами – ακούω ο ίδιος (με τα ίδια μου τ αυτιά)•
    дуть ή петь в уши кому – τρώγω τ αυτιά κάποιου (επιμένω ενοχλητικά)•
    дать ή съездить, заехать в ухо кому – μπατσίζω, ραπίζω, χαστουκίζω, δίνω σφαλιάρα σε κάποιον•
    в одно ухо входит, в другое выходит – από το ένα τ αυτί μπαίνει και από τ άλλο βγαίνει, (αδιαφορία στο άκουσμα)•
    во все уши слушать – είμαι όλος αυτιά (εντείνω την ακοή, ακούω με μεγάλη προσοχή)•
    в ушах(ухе) звенит ή шумит – βουίζουν τ αυτιά μου (το αυτί μου)•
    за уши ташить (тянуть) – με το σπρώξιμο (βοηθώντας) κάνω κάποιον να προοδεύσει, να πετύχει•
    за ушами у кого трешит – τρώγει κάποιος πολύ λαίμαργα•
    и (даже) -ом не вести – κωφεύω, αδιαφορώ τελείως, δε γυρίζω να ακούσω, δεν ιδρώνει τ αυτί μου•
    краем -а ή в пол-уха слушать – σχεδόν δεν προσέχω ή ελάχιστα προσέχω (τον ομιλητή)•
    на ухо говорить (сказать шептать) – λέγω μυστικά στο αυτί, ψιθυρίζω στ αυτί•
    над -ом звенеть,кричать – ηχώ, φωνάζω σιμά στ αυτί•
    не видать как своих ушей – δε θα τον δεις ποτέ (όπως δεν μπορείς να δεις τ αυτιά σου)•
    не для чьих ушей – δεν πρέπει να το ακούσει κάποιος ή να φτάσει στ αυτιά κάποιου•
    по уши влюбиться (врезатьсяκ.τ.τ.) είμαι ερωτοχτυπημένος• πό•
    уши погрузиться ή увязнуть – είμαι τελείως απορροφημένος•
    в долгах по уши быть – είμαικα-ταχρεωμένος, ως το λαιμό•
    и у стен есть уши – και οι τοίχοι έχουν αυτιά (πουθενά και ποτέ δεν είσαι σίγουρος ότι δε σε ακούν).

    Большой русско-греческий словарь > ухо

  • 9 послушать

    Русско-греческий словарь > послушать

  • 10 напряжение

    напряж||ение
    с
    1. ἡ προσπάθεια, ἡ ἐν-τασις, τό τέντωμα:
    \напряжение сил ἡ ἔνταση τών δυνάμεων слушать с \напряжениеением ἀκούω μέ ἐντεταμένην τήν προσοχήν
    2. эл., тех. ἡ ἐντασις, ἡ τάσις:
    ток высокого \напряжениеения ἐλεκτρικόν ρεῦμα ὑψηλής τάσεως.

    Русско-новогреческий словарь > напряжение

  • 11 скучно

    скучн||о
    1. нареч ἀνιαρά, πληκτικά· \скучно слушать одно и то́ же εἶναι βαρετό νά ἀκοῦς τα ἰδια καί τά ἰδια·
    2. предик. безл:
    мне · αἰσθάνομαι πλήξη.

    Русско-новогреческий словарь > скучно

  • 12 больно

    επίρ.
    1. οδυνηρά, αλγεινώς.
    2. (ως κατηγορούμενο) αισθάνομαι πόνο•

    больно мне вздохнуть πονώ όταν ανασαίνω•

    больно мне слушать такую клевету πονώ, όταν ακούω τέτοια συκοφαντία.

    3. επίρ. (απλ.) αρκετά, δυνατά, πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > больно

  • 13 внимание

    ουδ.
    1. προσοχή•

    слушать со -ем ακούω με προσοχή•

    привлечь внимание τραβώ την προσοχή•

    в центре -я στο κέντρο της προσοχής•

    достойный -я άξιος προσοχής, αξιοπρόσεκτος.

    2. φροντίδα, μέριμνα•

    с должным -ем με την απαιτούμενη προσοχή•

    оставить без -я δεν προσέχω, δε δίνω προσοχή, αδιαφορώ.

    εκφρ.
    -! – προσοχή! (παράγγελμα)•
    - го кого – σε γνώση κάποιου, για γνώση, γιά να γνωρίζει•
    - го покупателей – για να ξέρουν οι αγοραστές•
    обратить внимание – δίνω προσοχή•
    обратить на себя - – τραβώ την προσοχή•
    уделить внимание – δίνω προσοχή, δείχνω ενδιαφέρο•
    принять во внимание – παίρνω υπ’ όψη.

    Большой русско-греческий словарь > внимание

  • 14 должно

    απρόσ. πρέπει., χρειάζεται, είναι αναγκαίο, απαραίτητο, επιβάλλεται•

    должно убегать праздности πρέπει να μην τεμπελιάζομε•

    работать, как должно να δουλεύουμε όπως πρέπει•

    говорить то, что должно λέγω εκείνο που χρειάζεται•

    должно слушать советы старших πρέπει ν' ακούμε τις συμβουλές των μεγαλύτερων.

    Большой русско-греческий словарь > должно

  • 15 радио

    ουδ. άκλ. ράδιο, ραδιόφωνο•

    слушать радио ακούω ράδιο•

    работать по радио διορθώνω ράδια: включишь радио βάζω το ράδιο•

    выключить радио σβήνω το ράδιο.

    Большой русско-греческий словарь > радио

  • 16 стать

    стану, станешь ρ.σ.
    1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•

    стать у стены στέκομαι στον τοίχο•

    стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•

    стать в очередь στέκομαι στη σειρά•

    стать на пост στέκομαι στο πόστο.

    || σηκώνομαι, εγείρομαι•

    стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•

    стать на колени στέκομαι στα γόνατα.

    2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•

    стать легерем στρατοπεδεύω•

    стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.

    || καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).
    3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.
    4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•

    стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.

    || ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•

    месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.

    || παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•

    стал ветер σηκώθηκε άνεμος•

    стала буря σηκώθηκε θύελλα•

    -ли волны σηκώθηκαν κύματα.

    || (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•

    -ла ночь νύχτωσε•

    скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.

    5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•

    полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.

    || παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•

    мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•

    стать работу σταματώ τη δουλειά.

    || (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).
    6. (απλ.) στοιχίζω.
    εκφρ.
    стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•
    стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•
    стать на квартиру к комуβλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•
    стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•
    стать на путьβλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•
    стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•
    стать у власти – παίρνω την εξουσία.
    стану, станешь ρ.σ.
    1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•

    я стал писать άρχισα να γράφω•

    он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.

    2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•

    я не стану слушать δε θαυπακούω.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.
    4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•

    тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.

    5. παλ. αρκώ, φτάνω•

    табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.

    εκφρ.
    стало бытьκ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•
    - ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•
    стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.
    2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.
    3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,
    εκφρ.
    под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > стать

См. также в других словарях:

  • СЛУШАТЬ — слушаю, слушаешь, несов. 1. кого что. Воспринимать слухом что н., направлять слух на производимые кем чем н. звуки, чтобы услышать. Слушать концерт. Слушать радио. Слушать лектора. Слушать рассказчика. Слушайте, говорит Москва (предупредительный… …   Толковый словарь Ушакова

  • слушать — Вслушиваться, прислушиваться, подслушивать, настораживаться, навострить (насторожить) уши, быть настороже, выслушивать, внимать, заслушаться, развесить уши, хлопать ушами (не понимая).. До меня доносилось эхо нескольких голосов. Голос долетел до… …   Словарь синонимов

  • слушать —     СЛУШАТЬ, высок. внимать     СЛУХ, разг. ухо     ПРИСЛУШИВАТЬСЯ/ПРИСЛУШАТЬСЯ, вслушиваться/вслушаться, настораживаться/насторожиться     СЛЫШАТЬ, разбирать, различать, улавливать, разг. слыхать     сов. УСЛЫШАТЬ, сов. заслышать, сов. различить …   Словарь-тезаурус синонимов русской речи

  • СЛУШАТЬ — СЛУШАТЬ, аю, аешь; анный; несовер. 1. кого (что). Направлять слух на что н. С. музыку. Слушай, что тебе говорят (т. е. принимай во внимание). 2. что. Публично разбирать, обсуждать (офиц.). С. дело в суде. 3. кого (что). Изучать, посещая лекции;… …   Толковый словарь Ожегова

  • слушать — (не) слушать возражений • восприятие музыку слушать • восприятие слушать доклад • восприятие слушать команду • восприятие слушать лекции • действие, получатель слушать музыку • восприятие слушать обедню • восприятие слушать пение • восприятие… …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • слушать — глаг., нсв., употр. очень часто Морфология: я слушаю, ты слушаешь, он/она/оно слушает, мы слушаем, вы слушаете, они слушают, слушай, слушайте, слушал, слушала, слушало, слушали, слушающий, слушаемый, слушавший, слушанный, слушая; св. выслушать,… …   Толковый словарь Дмитриева

  • слушать — аю, аешь, нсв.; вы/слушать (к 1, 3 знач.), послу/шать (к 4 знач.), сов. 1) (кого/что) Воспринимать слухом какие л. звуки, направлять слух на какие л. звуки, чтобы услышать. Слушать певца. Слушать шум моря. ...Едва дыша, без возражений, Татьяна… …   Популярный словарь русского языка

  • слушать — Индоевропейское – k´leu>k´lou (слушать). Общеславянское – slusati (слушать). Старославянское, древнерусское – слоушати. Глагол «слушать» известен с древнерусской эпохи (XI в.), в форме «слоушати» заимствован из старославянского языка. Слово… …   Этимологический словарь русского языка Семенова

  • слушать — аю, укр. слухати, блр. слухаць, др. русск., ст. слав. слоушати ἀκούειν, προσέχειν (Супр.), болг. слушам (Младенов 592), сербохорв. слу̏шати, слу̏ша̑м, словен. slušati, slušam, чеш. slušeti подходить, быть к лицу , ̃еti sе приличествовать,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • слушать — см.: кукушку слушать; Сквозь зубы слушать …   Словарь русского арго

  • слушать — • открыв рот слушать • разинув рот слушать …   Словарь русской идиоматики

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»